Για το χωριό

Το χωριό έχει έκταση 41 τ. χιλ. Από αυτά τα 12 είναι γεωργική έκταση, τα 22 είναι βοσκοτόπια και τα 5 ελατοσκέπαστο δάσος. Πριν λίγα χρόνια το χωριό ανθούσε. Είχε αρκετές δημόσιες υπηρεσίες: Αστυνομία, Ειρηνοδικείο, Αγρονομείο, Συμβολαιογραφείο, Γυμνάσιο και Δημοτικό, ξυλογλυπτική σχολή κ.λ.π. Ιδιαίτερα η ξυλοτεχνία ήταν παλαιότερα πολύ διαδεδομένη εδώ. Οι ντόπιοι τεχνίτες της ξυλογλυπτικής είχαν αποκτήσει με τα περίτεχνα έργα τους – ιδιαίτερα στη φιλοτέχνηση των τέμπλων των εκκλησιών – μεγάλη φήμη σε όλη την Πελοπόννησο. Δυστυχώς, ακολουθώντας τη μοίρα των χωριών της ορεινής Αρκαδίας, το χωριό άρχισε να ερημώνει μετά τον πόλεμο, γνωρίζοντας έντονη μετανάστευση. Σήμερα λειτουργεί μόνο ένα Δημοτικό Σχολείο.

Στο Βαλτεσινίκο οδηγεί δρόμος 12 χιλ. που ξεκινά στο 50 χιλ. του δρόμου Τρίπολης-Πύργου μετά τη Βυτίνα. Ο δρόμος περνά πρώτα από τα Μαγούλιανα. Ένας δεύτερος δρόμος για το χωριό, με λιγότερες στροφές και που παρακάμπτει τα Μαγούλιανα είναι λίγο πιο πέρα, μετά το ξενοδοχείο “Ξενία”. Και οι δύο διαδρομές περνούν από το επιβλητικό σανατόριο “Της Μάνας”, που λειτουργούσε μέχρι τον πόλεμο. Από εκεί αρχίζει ο δρόμος του Βαλτεσινίκου. Η διαδρομή μέσα από ένα υπέροχο ελατοσκέπαστο τοπίο και ανάμεσα σε αιωνόβια έλατα είναι συναρπαστική. Μετά τα Μαγούλιανα, ο δρόμος αρχίζει να κατηφορίζει. Τα πρώτα σπίτια του χωριού διακρίνονται από απόσταση 2 χιλ. Κατηφορίζοντας το δαντελένιο δρόμο φθάνουμε στη θέση “Κούντελη” όπου παρουσιάζεται ολόκληρο το χωριό. Με πανοραμική θέα, αμφιθεατρικά χτισμένο στους πρόποδες του υψώματος του Παλιόκαστρου, με παραδοσιακά πετρόκτιστα σπίτια.

Πάνω από τον οικισμό δεσπόζουν ζωσμένες από το ελατόδασος τρείς κορυφές του Μαινάλου, το Παλαιόκαστρο (1435μ.), το Αλογοβούνι και το Ψηλό Βουνό. Η θέα είναι μαγευτική, με τις ελατοσκέπαστες πλαγιές, τα καταπράσινα περιβόλια, τις βαρύσκιωτες καρυδιές, τις πανύψηλες λεύκες και γύρω να απλώνεται πανέμορφο το ελατόδασος. To χειμώνα το χωριό είναι τυλιγμένο στην πάχνη και συχνά αποκλείεται από το χιόνι.

Μέσα στο χωριό υπάρχουν 14 εκκλησίες: Αγ. Γεώργιος, Άγιοι Θεόδωροι, Ταξιάρχες, Αγία Βαρβάρα, Αγ. Δημήτρης, Αγ. Αικατερίνη, Άγ. Θεράπων, Άγ. Κωνσταντίνος, Παναγίτσα, Αγ. Βλάσης, Αγ. Παντελεήμων, Αγ. Σώζων, Αγ. Μαρίνα, και Άγ. Τρύφων, το κοιμητήρι του χωριού. Πολλές από αυτές είναι αριστουργήματα αρχιτεκτονικής. Οι μεγαλύτερες και πιο αξιόλογες είναι αυτές των Αγίων Θεοδώρων στο κέντρο του χωριού και του Αϊ Γιώργη, αληθινό κομψοτέχνημα, με το χαρακτηριστικό οκταγωνικό της τρούλο, χτισμένη από Λαγκαδιανούς μαστόρους. Έντονη είναι η ομοιότητά της με το ναό της Αγίας Κυριακής της Δημητσάνας, ένδειξη ότι έχει κατασκευασθεί από τους ίδιους μαστόρους. Αξιόλογο είναι επίσης το εκκλησάκι των Ταξιαρχών κοντά στην κάτω πλατεία, χτισμένο το 1824. Έξω από το χωριό υπάρχουν επίσης και άλλα 5 εκκλησάκια. Κοντά στο χωριό, παράκαμψη του δρόμου για τη Μυγδαλιά οδηγεί στο όμορφο φαράγγι του Κάψαλη και το μικρό χωριό Ολομάδες. Εξαιρετικό ενδιαφέρον παρουσιάζουν τα δύο παλιά μοναστήρια που είναι κοντά στο χωριό. Η Μονή της Κοίμησης της Θεοτόκου στο δρόμο για τη Μυγδαλιά (1 χιλ.), – η οποία λειτουργεί έως σήμερα – και η ιστορική Μονή του Αγίου Νικολάου στο φαράγγι του Κάψαλη. Και στα δύο μοναστήρια σώζονται τα καθολικά και τα κελιά. Στην κορυφή Παλαιόκαστρο βρίσκονται τα λείψανα μεσαιωνικού οχυρού.

Στο πάνω μέρος του χωριού υπάρχει κεφαλάρι, του οποίου το νερό περνάει μέσα από αυτό. Υπάρχουν επίσης αρκετές πετρόχτιστες βρύσες. Ξεχωρίζουν επίσης η κάτω πλατεία, το πολιτιστικό κέντρο, δωρεά των αδελφών Σοφιανόπουλου, το σχολείο αλλά και αρκετά όμορφα πετρόχτιστα σπίτια.

Εδώ και μερικά χρόνια στις 16 Αυγούστου δίπλα από το μοναστήρι της Παναγίας, σε παρακείμενο μεγάλο αλώνι, γίνεται η αναβίωση του αλωνίσματος.

Βορεινά του Βαλτεσίνικου και σε απόσταση τριών χιλ. εκτείνεται μικρό οροπέδιο, ο “Βαλτεσινιώτικος Κάμπος”, με τα χωράφια και τις καλλιέργεις των κατοίκων της περιοχής. Καλλιεργούνται πατάτα, που είναι εξαιρετικής ποιότητας, και σιτηρά. Στο δρόμο για τη Μυγδαλιά ξεχωρίζει παλιό πετρόχτιστο γεφύρι και το ξωκκλήσι της Αγίας Μαρίνας. Β.Α. του κάμπου και στα όρια των Δημοτικών Διαμερισμάτων Βαλτεσινίκου-Μυγδαλιάς, στη θέση “Αγία Παρασκευή”, υπάρχουν ερείπια αρχαίου ναού. Τον ναό ταυτίζουν μερικοί μελετητές με τον ναό της Αρτέμιδος που μνημονεύει ο Παυσανίας, όπου και τοποθετούν τη θέση των Αρχαίων Λουσών.

Aπό το Βαλτεσινίκο o δρόμος συνεχίζει προς τα χωριά Μυγδαλιά (5 χιλ.), Κερπινή, Δρακοβούνι και Θεόκτιστο, για να καταλήξει στον οδικό άξονα 111.

Η πληθυσμιακή απογραφή του χωριού ξεκινάει το 1700 από τους Βενετούς που καταγράφουν στο Βαλτεσινίκο 46 οικογένειες και 192 άτομα. Στην συνέχεια και κατά το δεύτερο μισό του 19ου αιώνα έγινε μεγάλη εσωτερική μετακίνηση πληθυσμού προς τον Πύργο λόγω εποχιακής εργασίας. Στις αρχές του 20ου αιώνα έγινε μετανάστευση κυρίως στην Αμερική και στην συνέχεια οι πόλεμοι του 1912-1913, 1922, 1940 κόστισαν αρκετά στο ανθρώπινο δυναμικό του χωριού. Τέλος με την τελευταία μετακίνηση πληθυσμών προς την Αθήνα και την Τρίπολη έχουν αφήσει το χωριό με 758 εγγεγραμμένους κατοίκους σύμφωνα με την πιο πρόσφατη καταγραφή, εκ των οποίων μόνο οι 200 περίπου είναι μόνιμοι.

Οι κάτοικοι του Βαλτεσινίκου είναι στην πλειοψηφία τους γεωργοί ή βοσκοί. Ως γεωργοί ασχολούνται με την καλλιέργεια πατάτας, σιτηρών, κουνουπιδιού και αμπελιών. Υπάρχουν ακόμα πολλοί μελισσοκόμοι και η περιοχή φημίζεται για το ελατήσιο μέλι της. Οι βοσκοί και οι τσοπάνηδες τις ατελείωτες ώρες του χειμώνα ασχολούνταν πάντα με την ξυλογλυπτική κεντώντας γκλίτσες, κουτάλες, κούπες. Έτσι η τέχνη της ξυλογλυπτικής άνθισε και επαγγελματικά. Έργα ντόπιων ξυλογλύπτων κοσμούν μέχρι και σήμερα τα τέμπλα των εκκλησιών του χωριού καθώς και πολλές εκκλησίες της Αρκαδίας. Ακόμα πολλοί από τους κατοίκους του χωριού ασχολήθηκαν με την οικοδομή το οποίο μαρτυρούν οι εξαιρετικοί ναοί, αλλά και τα σπίτια του χωριού αλλά και της ευρύτερης περιοχής.

Η αρχιτεκτονική του οικισμού μπορεί να χαρακτηριστεί ως τυπική γορτυνιακή. Σε όλα σχεδόν τα χωριά της Γορτυνίας συναντά κανείς αυθεντικά πέτρινα σπίτια, κατασκευασμένα από τον 19ο αιώνα. Η αρχιτεκτονική τους μορφή, που είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με το κλίμα και τη φύση του εδάφους, αλλά και η εσωτερική τους διαρρύθμιση, μαρτυρά στοιχεία λαϊκής και παραδοσιακής αρχιτεκτονικής.

Το Βαλτεσινίκο, αν και δεν είναι ιδιαίτερα γνωστό ως τουριστικός προορισμός, διαθέτει αρκετά καταλύματα, ταβέρνες και καφενεία που μπορούν να διασφαλίσουν μία ευχάριστη διαμονή σε κάθε επισκέπτη που αγαπά την φύση και θέλει να απολαύσει το μαγευτικό τοπίο του χωριού.

Υπάρχουν αρκετά μονοπάτια γύρω από το χωριό που προσφέρουν την ιδανική λύση για απολαυστική πεζοπορία μέσα στο καταπράσινο ελατοδάσος του μαγευτικού αυτού τμήματος του Μαινάλου.

Για την ονομασία η πηγή είναι από το βιβλίο «Βαλτεσινίκο ο τόπος μας»
του Χρήστου Ι. Παπαδημητρακόπουλου, εκδ. Σαίτης.